- αμφίαλος
- ἀμφίαλος, -ον (Α)1. (για νησιά) αυτός που περιβάλλεται από θάλασσα2. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο θάλασσες («ἀμφίαλος Κόρινθος»)3. (κυρίως για ζώα) αυτός που ζει στις θάλασσες4. φρ. «ἀμφίαλοι Ποτειδᾱνος τεθμοί», οι αγώνες τών Ισθμίων, τα Ίσθμια.[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ἀμφὶ-* «ολόγυρα» + ἅλς, ἁλὸς «θάλασσα»].
Dictionary of Greek. 2013.